- πετρόκαρδος
- η , ο безжалостный, жестокий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρό καρδος)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετροκάρδιος — ον, Μ πετρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek